- σημειοῦμαι
- σημειόωmarkpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισημειούμαι — ἐπισημειοῡμαι, όομαι (Α) [σημειούμαι] (νεοελλ. και ενεργ. επισημειώνω*) 1. σημειώνω κάτι επάνω 2. διακρίνω, παρατηρώ 3. επιδοκιμάζω κάτι με επευφημίες και χειροκροτήματα («ἐπισημειωσαμένων κρότῳ τὸ ἔθος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κατασημειούμαι — κατασημειοῡμαι, όομαι (Α) σφραγίζω κάτι καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σημειοῦμαι «σφραγίζομαι» (< σημεῖον)] … Dictionary of Greek
παρασημειούμαι — όομαι, ΜΑ σημειώνω στο περιθώριο αρχ. 1. προσυπογράφω 2. παρατηρώ στο περιθώριο 3. υποδεικνύω, ορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σημειοῦμαι] … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek
συσσημειούμαι — όομαι, Α [σημειουμαι] υπογράφω πιστοποιώντας κάτι από κοινού με άλλον υπάλληλο … Dictionary of Greek